ποδοσφαιρικές

ποδοσφαιρικές
η , ό[ν] футбольный;

ποδοσφαιρικές αγώνας — футбольный матч;

ποδοσφαιρικέςή ομάδα — футбольная команда


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ποδοσφαιρικές" в других словарях:

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • P.O.K. — P.O.K. stands for Podosfairikes Omades Kentrou (Ποδοσφαιρικές Ομάδες Κέντρου), which is Greek for Central Football Teams, meaning the football teams of Athens. The term comes from an event that took place in 1927, when Olympiacos, Panathinaikos… …   Wikipedia

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Λίβερπουλ — (Liverpool). Πόλη (474.001 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Λάνκασαϊρ της βορειοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται στον ποταμόκολπο του Μέρσεϊ, στο σημείο εκβολής του στην Ιρλανδική θάλασσα, απέναντι από το Μπίρκενχεντ, 50 χλμ. Δ του… …   Dictionary of Greek

  • Μάντσεστερ — I (Manchester). Πόλη (431.061 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Αγγλίας και κομητεία στην περιφέρεια Λανκασάιρ του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι χτισμένη στις δυτικές πλαγιές των Πενίνων, στις όχθες του ποταμού Ίργουελ και αποτελεί μεγάλο βιομηχανικό,… …   Dictionary of Greek

  • τζαμπατζής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες, θηλ. τζαμπατζού πληθ. ούδες, αυτός που επιδιώκει και κατορθώνει να απολαμβάνει κάτι χωρίς πληρωμή (θεατρικές, κινηματογραφικές, ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»